- λευχειμονῶ
- λευχειμονέωto be clad in whitepres subj act 1st sg (attic epic doric)λευχειμονέωto be clad in whitepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευχειμονώ — (AM λευχειμονῶ, έω) [λευχείμων] φορώ λευκά ενδύματα, είμαι ντυμένος στα άσπρα («θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης Μοίρας λευχειμονούσας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek